- Οιδιποδειος
- ΟἰδιπόδειοςΟἰδῐπόδειος3 и 2эдипов Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οιδιπόδειος — α, ο (Α οἰδιπόδειος, α, ον, θηλ. και ος, σπάν. και οἰδιπόδιος, α, ον) [Οιδίπους] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οιδίποδα («τῇ Οἰδιποδειᾳ καλουμένῃ κρήνῃ» κρήνη τών Θηβών στο νερό τής οποίας θεωρείται ότι έπλυνε τα χέρια του ο Οιδίπους μετά… … Dictionary of Greek
οιδιπόδειος — α, ο αυτός που αναφέρεται στον Οιδίποδα: Οιδιπόδειο σύμπλεγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οἰδιπόδειον — Οἰδιπόδειος Oedipus masc acc sg Οἰδιπόδειος Oedipus neut nom/voc/acc sg Οἰδιπόδειος Oedipus masc/fem acc sg Οἰδιπόδειος Oedipus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰδιποδείους — Οἰδιπόδειος Oedipus masc acc pl Οἰδιπόδειος Oedipus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… … Dictionary of Greek
σύμπλεγμα — Όρος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, μολονότι όχι ακριβολογημένα, για να δείξει την παρουσία αισθημάτων συνειδητών, δυσάρεστων και γεμάτων άγχος, που αφορούν εμάς τους ίδιους ή που αποδίνονται σε άλλους («έχω ένα σωρό συμπλέγματα»,… … Dictionary of Greek
Οἰδιποδείαν — Οἰδιποδείᾱν , Οἰδιπόδειος Oedipus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)